σύσπαστο

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
τεχνολ. απλή μορφή πολυσπάστου που αποτελείται από μια ακίνητη και μια κινητή τροχαλία και χρησιμοποιείται για την ανύψωση αντικειμένων, κν. παλάγκο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του ουδ. του ρηματ. επιθ. συσπαστός / σύσπαστος.