φρεναπάτης

Revision as of 12:53, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A soul-deceiver, Lyr.Alex.Adesp.1.18, Ep.Tit.1.10, PLond.5.1677.22 (vi A. D.).

German (Pape)

[Seite 1304] ὁ, der die Seele täuscht, bethört, der Verführer, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

φρεναπάτης: -ου, ὁ, φρεναπατῶν, ματαιολόγοι καὶ φρεναπάται Ἐπιστ. πρὸς Τίτ. α΄ 10· ― φρεναπᾰτάω, ἐξαπατῶ, ἑαυτὸν Ἐπιστ. πρὸς Γαλάτ. Ϛ΄, 3, Γαλην.· πρβλ. «φρεναπατᾷ, χλευάζει» Ἡσύχ., Ἐτυμ. Μέγ. 811. 3. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 289.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
séducteur.
Étymologie: φρεναπατάω.

English (Strong)

from φρήν and ἀπάτη; a mind-misleader, i.e. seducer: deceiver.

English (Thayer)

φρεναπατου, ὁ (φρήν and ἀπάτη), a mind-deceiver; Vulg. seductor; (A. V. deceiver): Titus 1:10. (Several times in ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

ὁ, Α [φρεναπατῶ (Ι)]
αυτός που εξαπατά, που πλανεύει.