συστρόφως

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

Adv.

   A briefly, prob. in Men.Kith.92.

Greek Monolingual

Α
επίρρ. συντόμως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συστροφή «συντομία, βραχυλογία», μέσω ενός αμάρτυρου επιθ. σύστροφος].