τρύφακτος

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

   A v. δρύφακτος.

Greek Monolingual

-ον, Α
δρύφακτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δρύφακτος με προληπτική αφομοίωση του -δ- σε -τ-].