σωματοψύχως

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek (Liddell-Scott)

σωμᾰτοψύχως: Ἐπιρρ., ψυχῇ τε καὶ σώματι, Ἀναστ. Σιναΐτ. ἐν Bondim Bind Med. τ. 1, σ. 304Α.

Greek Monolingual

Μ
επίρρ. τόσο με το σώμα όσο και με την ψυχήψυχή τε και σώματι»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + ψυχή + επιρρμ. κατάλ. -ως].