ὑπερσιτίζω

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

   A eat largely, Philostr.Gym.48 codd. (-σιτήσ- Cobet).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερσῑτίζω: ὑπερμέτρως τρώγω, Φιλοστράτ. Γυμναστ. σ. 8, 12. Kays, ἀλλ’ ὁ Cobet διώρθωσεν ὑπερσιτήσαντες.

Greek Monolingual

ὑπερσιτίζω ΝΑ σιτίζω
υποβάλλω κάποιον σε υπερσιτισμό, τον τρέφω υπερβολικά
νεοελλ.
μέσ. υπερσιτίζομαι
τρώω περισσότερο από ό,τι πρέπει
αρχ.
(το ενεργ. ως αμτβ.) τρώω πολύ, παρατρώω.