φαρμακίων

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ωνος, ὁ,

   A pharmacist, nickname of Asclepiades Junior, Gal.13.441.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, Α
(ως ειρωνικό παρωνύμιο του Ασκληπιάδου του νεώτερου) παρασκευαστής φαρμάκων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φάρμακον + επίθημα -ίων (πρβλ. ἀκανθ-ίων)].