χέζας
Greek Monolingual
και χεζάς, ο, θηλ. χεζού, Ν
1. αυτός που έχει συχνές κενώσεις, χέστης
2. μτφ. δειλός, φοβιτσιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέζω + κατάλ. -άς (πρβλ. φαγ-άς)].
και χεζάς, ο, θηλ. χεζού, Ν
1. αυτός που έχει συχνές κενώσεις, χέστης
2. μτφ. δειλός, φοβιτσιάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χέζω + κατάλ. -άς (πρβλ. φαγ-άς)].