ὑπογλυκαίνω

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

   A sweeten a little: metaph., coax and smooth down, δῆμον ῥηματίοις Ar.Eq.216.

German (Pape)

[Seite 1212] ein wenig versüßen, übertr., ein wenig mit süßen Worten schmeicheln od. etwas freundlich stimmen, ῥηματίοις μαγειρικοῖς, Ar. Equit. 216.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπογλῠκαίνω: γλυκαίνω ὀλίγον τι· μεταφ., θωπεύω καὶ καταπραΰνω, ὑπογλυκαίνειν ῥηματίοις μαγειρικοῖς, Ἀριστοφάνους Ἱππ. 216.

French (Bailly abrégé)

adoucir un peu, fig. amadouer ou cajoler.
Étymologie: ὑπό, γλυκαίνω.

Greek Monolingual

Α
1. γλυκαίνω λιγάκι
2. μτφ. καλοπιάνω με κολακείες («δῆμον ὑπογλυκαίνειν ῥηματίοις μαγειρικοῑς», Αριστοφ.).