φυλακεία

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ἡ,

   A guard, protection, Poet.de herb.181, Gloss.

Greek Monolingual

ἡ, Α
ταινία, με την οποία δένεται κάτι για να προφυλαχθεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλαξ, -ακος, μέσω ενός αμάρτυρου ρ. φυλακεύω].