A v. συρίζω. συρίσκος, σύρισσος, ὁ, v. ὑρισός.
[Seite 1040] dor. statt συρίζω, Theocr. 1, 3.
σῡρίσδω: Δωρ. ἀντὶ συρίζω, Θεόκρ. 1. 3, κτλ.
Α(δωρ. τ.) βλ. συρίζω (Ι).