ὑληρεύς

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

νομεὺς ἐν ὕλῃ φυλάττων, Hsch.

Greek Monolingual

Α
(κατά τον Ησύχ.) «νομεὺς ἐν ὕλῃ φυλάττων».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ὑλωρός σχηματισμένος < ὕλη + κατάλ. -εύς, πιθ. μέσω τών αμάρτυρων επιθ. ὑλήρης ή ὑληρός].