τονή

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ἡ,

   A prolongation of a note at the same pitch, Cleonid.Harm.14.

Greek (Liddell-Scott)

τονή: ἡ, ἐν τῇ μελοποιΐα, «... τονὴ δὲ ἡ ἐπὶ πλείονα χρόνον μονὴ κατὰ μίαν γενομένη προφορὰν τῆς φωνῆς» Εὐκλ. Εἰσαγ. Ἁρμον. σ. 22, 7.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(μουσ.-μετρ.) η παράταση της φωνής στον ίδιο μουσικό φθόγγο και στον ίδιο τόνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος τεχνικός όρος που ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα τον- της ρίζας του ρ. τείνω (βλ. λ. τείνω)].