ο / ὑποδιάκονος, ΝΜΑ διάκονοςνεοελλ.-μσν.εκκλ. εκκλησιαστικό αξίωμα αμέσως κατώτερο του διακόνου, βοηθός διακόνουαρχ.βοηθός υπηρέτη.