σχινίς

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A berry of the mastich, Thphr.HP9.4.7.

German (Pape)

[Seite 1056] ίδος, ἡ, die Beere des Mastixbaumes, Theophr. – Bei Lycophr. 832 Beiwort der Aphrodite.

Greek (Liddell-Scott)

σχῑνίς: -ίδος, ἡ, ὁ καρπὸς τῆς σχίνου, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 9. 4, 7.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Α
ο καρπός του σχίνου, του μαστιχόδενδρου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + επίθημα -ίς, -ίδος (πρβλ. καλαμ-ίς)].