χαλεπτύς

Revision as of 12:55, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ύος, ἡ, Ion. for foreg., Hsch.

German (Pape)

[Seite 1328] ύος, ἡ, ion. = χαλεπότης, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰλεπτύς: -ύος, ἡ, Ἰων. ἀντὶ χαλεπότης, Ἡσύχ.

Greek Monolingual

-ύος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Ίωνες) «χαλεπότης».
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλεπός + επίθημα -τύς (πρβλ. φρασ-τύς)].