ἡ σάμψυχος, Id. ὕσωπος,
A v. ὕσσωπος.
Α(κατά τον Ησύχ.) «ἡ σάμψυχος».[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕσωπος / ὕσσωπος «είδος φυτού» + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. πινακ-ίς)].