χαντζάρι

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και χατζάρι, το, Ν
1. μεγάλη καμπύλη μάχαιρα που χρησιμοποιούσαν ως αγχέμαχο όπλο οι μωαμεθανοί και ειδικότερα οι Τούρκοι, οι γενίτσαροι και οι πειρατές
2. μτφ. σφαγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hancer].