και χατζάρι, το, Ν1. μεγάλη καμπύλη μάχαιρα που χρησιμοποιούσαν ως αγχέμαχο όπλο οι μωαμεθανοί και ειδικότερα οι Τούρκοι, οι γενίτσαροι και οι πειρατές2. μτφ. σφαγή.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. hancer].