φλοιῶτις

Revision as of 12:56, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A made of rind, rind-covered, σκέπη Lyc.1422.

German (Pape)

[Seite 1293] ιδος, ἡ, aus Rinde, Bast bestehend, σκέπη Lycophr. 1422.

Greek (Liddell-Scott)

φλοιῶτις: -ιδος, ἡ, (φλοιὸς) κεκαλυμμένη διὰ φλοιοῦ, φλοιῶτιν ἐκδύνουσα δίπλακα σκέπην, «τὴν τῶν φλοιῶν διπλῆν σκέπην» (Σχόλ.), Λυκόφρ. 1422.

Greek Monolingual

-ώτιδος, ἡ, Α
αυτή που αποτελείται ή καλύπτεται από φλοιό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλοιός + κατάλ. -ῶτις, θηλ. της κατάλ. -ώτης (πρβλ. πατρι-ῶτις, στρατι-ῶτις)].