χειροέρκτης
English (LSJ)
χειρουργός, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
χειροέρκτης: «χειρουργὸς» Ἡσύχ., ἴδε χειρορρέκτης.
Greek Monolingual
ὁ, Α
βλ. χειρορρέκτης.
χειρουργός, Hsch.
χειροέρκτης: «χειρουργὸς» Ἡσύχ., ἴδε χειρορρέκτης.
ὁ, Α
βλ. χειρορρέκτης.