συντομουργός: -όν, ὁ συντόμως ἐργαζόμενος, Πισίδ.
-όν, Μαυτός που κατασκευάζει λεπτοτεχνήματα, κομψοτεχνήματα.[ΕΤΥΜΟΛ. < σύντομος + -ουργός (< ἔργον), πρβλ. ἀγαθ-ουργός].