σχινδύλησις
English (LSJ)
[ῠ], εως, ἡ,
A cleaving into small pieces, Hp. ap. Gal.19.145.
German (Pape)
[Seite 1056] ἡ, das Spalten in kleinere Stücke, Galen.
Greek Monolingual
-ήσεως, ἡ, Α
διαίρεση, διαχωρισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο σχινδυλεύω (πρβλ. ἀνα-σχινδυλεύω) βλ. και λ. σχίζω.