ίδος, ἡ,
A = σπυρίς (q.v.); nose-bag or -basket, PSI5.543.54 (iii B.C.).
[Seite 1052] ἡ, att. statt σπυρίς, Geopon.; auch Hippocr.; s. Lob. Phryn. 113.
σφυρίς: Ἀττ. σπυρίς.
-ίδος, ἡ, Αβλ. σπυρίς.