σωματοφθόρος

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (40)

German (Pape)

[Seite 1060] den Leib verderbend, Suid. v. σπάδων.

Greek (Liddell-Scott)

σωματοφθόρος: -ον, ὁ τὸ σῶμα φθείρων, καταστρέφων, Κύριλλ. παρὰ Σουΐδ ἐν λ. σπάδων, Θεόδωρ. Πρόδρ. ἐν Γαλεομυομαχ. 357.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που καταστρέφει το σώμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῶμα, σώματος + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. πολεμο-φθόρος.