τεφροειδής

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ές,

   A like ashes, ash-coloured, Dsc.4.109, Aret.SD1.14.

German (Pape)

[Seite 1102] ές, wie Asche, aschgrau, Diosc. u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τεφροειδής: -ές, ὅμοιος πρὸς τέφραν, τεφρόχρους, Διόσκ. 4. 110.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει το χρώμα της τέφρας, σταχτής
νεοελλ.
αυτός που μοιάζει με την τέφρα ως προς τη σύσταση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τέφρα + -ειδής].