τετραετηρία

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ἡ,

   A term of four years, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1097] ἡ, eine Zeit von vier Jahren, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

τετραετηρία: ἡ, περίοδος χρονικὴ τεσσάρων ἐτῶν, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ἡ, Α
χρονική περίοδος τεσσάρων ετών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -ετηρία (< ἔτος), πρβλ. δεκα-ετηρία].