τετράπεζος

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

English (LSJ)

ον, (πέζα)

   A four-footed, Orph.L.747.

German (Pape)

[Seite 1098] vierfüßig, Orph. Lith. 741.

Greek (Liddell-Scott)

τετράπεζος: [ᾰ], -ον, (πέζα) ὁ ἔχων τέσσαρας πόδας, τεράπους, Ὀρφ. Λιθ. 741.

Greek Monolingual

-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πεζος (< πέζα < πεδjα, δωρ. τ. της λ. πούς), πρβλ. ἑξά-πεζος].