ο, Νσυν. στον πληθ. οι τοκάριθμοιοι σειρές τών αριθμών που περιέχονται στους πίνακες τών τοκολογίων.[ΕΤΥΜΟΛ. < τόκος + αριθμός. Η λ., στον πληθ. τοκάριθμοι, μαρτυρείται από το 1882 στο Ημερολόγιον Νέων Ιδεών].