τοιχάριον

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)

Greek (Liddell-Scott)

τοιχάριον: τό, ὑποκορ. τοῦ τοῖχος, τί ὤνησας τὴν σαυτοῦ ψυχὴν τοῖς τοιχαρίοις τὸ σῶμα ἐγκεκρυφώς; Νείλου Ἐπιστ. 2, 96, σ. 164, 1.

Greek Monolingual

τὸ, Μ
υποκορ. του τοίχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + υποκορ. κατάλ. -άριον (πρβλ. βιβλι-άριον)].