τιγράνθρωπος

Revision as of 12:57, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

ο, Ν
άνθρωπος που, σύμφωνα με τις λαϊκές δοξασίες, έχει τη μορφή ή τις ιδιότητες τίγρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τίγρις + άνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1837 στον Β. Ι. Κιατίπη].