ἡ,
A cord for strangling, Eun.VSp.481 B.
ἡ, Ασχοινί στραγγαλισμού.[ΕΤΥΜΟΛ. < τράχηλος + -άγχη (< ἄγχω «σφίγγω»), πρβλ. δερ-άγχη].