τρυμαλῖτις

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ιδος, ἡ, epith. of Aphrodite, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

τρῡμαλῖτις: ῐδος, ἐπίθ. τῆς Ἀφροδίτης, Ἡσύχ., πρβλ. Σωτάδ. ἔνθ’ ἀνωτέρω ἐν λ. τρυμαλιά.

Greek Monolingual

-ίτιδος, ἡ, Α
(κατά τον Ησύχ.) προσωνυμία της Αφροδίτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρυμαλιά + κατάλ. -ῖτις (πρβλ. αρεοπαγ-ῖτις)].