τριχοκοσμητής

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

οῦ, ὁ,

   A hairdresser, Id. s.v. κεροπλάστης.

Greek (Liddell-Scott)

τριχοκοσμητής: ὁ, ὁ κοσμῶν τὰς τρίχας, κομμωτής, Ἡσύχ. ἐν λ. κεροπλάστης.

Greek Monolingual

ὁ, Α
(κατά τον Ησύχ.) κομμωτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κοσμητής (< κοσμῶ)].