ὑλιστός

Revision as of 12:58, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)

English (LSJ)

ή, όν,

   A strained or filtered, Dsc.Eup.2.36, Sammelb.4425 ii 16, al. (ii A. D.), PFay.95.13 (ii A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑλιστός: -ή, -όν, διυλιστός, «στραγγιστός», «στραγισμένος», Διοσκ. π. Εὐπορίστ. 2. 34.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὑλίζω
διυλιστός, στραγγιστός.