υιοθέτηση

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η / υἱοθέτησις, -ήσεως, ΝΜΑ υἱοθετῶ
(κυριολ. και κυρίως μτφ.) η υιοθεσία (α. «έγινε η υιοθέτησή του τελικά μετά από πολύμηνη ταλαιπωρία στα δικαστήρια» β. «υιοθέτηση της πρότασης από το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ»).