ὑπνοφόρος

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)

English (LSJ)

ον,

   A bringing sleep, Plu.2.657d, Lycusap.Orib.9.46.2.

German (Pape)

[Seite 1207] Schlaf bringend, Plut. Symp. 3, 9, 1.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπνοφόρος: -ον, ὁ φέρων, προξενῶν ὕπνον, Πλούτ. 2. 657D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui apporte le sommeil.
Étymologie: ὕπνος, φέρω.

Greek Monolingual

-ο / ὑπνοφόρος, -ον, ΝΑ
αυτός που φέρνει ύπνο, που προκαλεί νύστα, υπνωτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕπνος + -φόρος].