υποκοτύλιο

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (43)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
βοτ. το τμήμα του βλαστιδίου και του βλαστού του νεαρού αρτιβλάστου το οποίο βρίσκεται ανάμεσα στο ριζίδιο του εμβρύου ή του νεαρού αρτιβλάστου και στις κοτυληδόνες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + κοτύλη.