και ὑψώροφος, -ον, Ααυτός που έχει ψηλή οροφή («ὁ δ' ὑψόροφον θάλαμον κατεβήσετο», Ομ. Οδ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -όροφος (< ὀροφή)].