ὑποτάκτης

Revision as of 12:59, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

English (LSJ)

ου, ὁ,

   A one who brings into subjection, ὦ τῶν ὑπερεχόντων ἐπιτάκται (ὑποτάκται cj. Dieterich recte): ὦ τῶν ὑποτεταγμένων ὑψωταί PMag.Leid. V. 7.11.

Greek Monolingual

ὁ, Α ὑποτάσσω
1. αυτός που υποτάσσει κάποιον («ὦ τῶν ὑπερεχόντων ὑποτάκται, ὦ τῶν ὑποτεταγμένων ὑψωταί», πάπ.)
2. αξιωματούχος με αρμοδιότητες στους εφήβους.