φιλέψιος

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ον, (ἑψιάομαι)

   A fond of play, sportive, Nonn.D.10.378.

German (Pape)

[Seite 1276] das Spiel liebend, Nonn. D. 10, 378.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλέψιος: -ον, ὁ, ἀγαπῶν τὰ παιχνίδια, τὰς διασκεδάσεις, Νόνν. Διονυσ. 10. 378, Εὐστ. Πονημάτ. 115. 46.

Greek Monolingual

-ον, ΜΑ
αυτός που αγαπά τα παιχνίδια, τις διασκεδάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -ἐψιος (< ἑψία [II] «είδος παιχνιδιού με ψηφίδες»)].