φῐλοχαρές: τό, ὄνομα τοῦ φυτοῦ πράσιον, Πλίν. 20, 22, 89, § 241, ἴδε Συναγωγὴν Λέξ. Ἀθην. Κουμανούδη.
-οῡς, τὸ, Αβλ. φιλοχαρής.