φιλυδρίδες

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

οι, Ν
βοτ. οικογένεια μονοκότυλων αγγειόσπερμων ποωδών φυτών, με αντιπροσωπευτικό το γένος φίλυδρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. philydraceae < φίλυδρος.