φιλοσυνήθης

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ες,

   A loving one's associates, Plu.2.56c, Vett.Val. 40.14, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1286] ες, Umgang, Gesellschaft liebend, Plut. ad. et am. discr. 18.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλοσυνήθης: -ες, γεν. εος, ὁ φιλῶν τοὺς συνήθεις, τοὺς ἑταίρους, Πλούτ. 2. 56C.

French (Bailly abrégé)

ης, ες ; gén. εος;
qui aime à se lier, sociable.
Étymologie: φίλος, συνήθης.

Greek Monolingual

-ύνηθες, Α
αυτός που αγαπά τις συναναστροφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + συνήθης «οικείος, φίλος»].