φοιβητός

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

ή, όν,

   A inspired, prophesying, Man. 4.550.

German (Pape)

[Seite 1295] adj. verb. von φοιβάω, 1) prophezeiet. – 2) begeistert, prophezeiend, μῦθοι Maneth. 4, 550.

Greek (Liddell-Scott)

φοιβητός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., θεόπνευστος προφητικός, προλέγοντα φοιβητοῖς μύθοισιν ἀποφθεγκτήρια κρυπτὰ Μανέθων 4. 550.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α φοιβῶ
προφητικός.