φύγιμον

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

[ῠ], τό,

   A place of refuge, asylum, τοῖς δούλοις IG5(1).1390.80 (Andania, i B. C.).

Greek (Liddell-Scott)

φύγιμον: ἔστω τὸ ἱερὸν τοῖς δούλοις, Ἐπιγρ. Ἀνδανίας, L. et. F. 326 a, δηλοῖ ἡ λέξ. καταφύγιον, ἄσυλον.

Greek Monolingual

τὸ, Α
καταφύγιο, άσυλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- της μηδενισμένης βαθμίδας του ρ. φεύγω + κατάλ. -ιμον, ουδ. της κατάλ. -ιμος (πρβλ. τρόφ-ιμος)].