ο, Ν1. φυγάς·2. παροιμ. «του φυγού η μάννα δεν κλαίει» — δηλώνει ότι αυτός που αποφεύγει τους κινδύνους είναι προφυλαγμένος από ατυχήματα ή συμφορές.[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. της λ. φυγάς κατά τα αρσ. σε -ος].