φωλίον

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (45)

English (LSJ)

τό, Dim. of φωλεός,

   A fox's hole, Paus.4.18.7.

German (Pape)

[Seite 1321] τό, dim. von φωλεός, eine kleine Höhle, ein Fuchsloch, Paus. 4, 18, 4.

Greek (Liddell-Scott)

φωλίον: τό, ὑποκορ. τοῦ φωλεός, φωλεὰ ἀλώπεκος, ἡ ὀπὴ ἐν ᾗ διαμένει, Παυσ. 4. 18, 7.

Greek Monolingual

τὸ, Α φωλεός / φωλεά
υποκορ. μικρή φωλιά, φωλίτσα.