χαλκόηχος

Revision as of 13:00, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
αυτός που παράγει ήχο όμοιο με τον ήχο του χαλκού όταν αυτός κρούεται.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + ήχος (πρβλ. κακό-ηχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1875 στον Α. Ρ. Ραγκαβή].