χαμαιτυπίς

Revision as of 13:01, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

English (LSJ)

ίδος, ἡ,

   A = χαμαιτύπη, rejected by Thom.Mag. p.400R.

Greek (Liddell-Scott)

χᾰμαιτῠπίς: -ίδος, ἡ, = χαμαιτύπη, τύπος ἀποδοκιμαζόμενος ὑπὸ Θωμᾶ Μαγίστρου 910.

Greek Monolingual

-ίδος, ἡ, Μ
χαμαιτύπη, πόρνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαιτύπη + κατάλ. -ίς, -ίδος (πρβλ. ἀρχοντ-ίς)].