τό, Dim. of χολή, M.Ant.6.57.
χόλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ χολή, Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 6. 57.
ή χολίον, τὸ, Α χολήυποκορ. του χολή.